- μπατικός
- -ή, -ό, θηλ. και -ιά1. (για πέτρα ή τούβλο) αυτός που τοποθετείται έτσι ώστε να καλύπτει ολόκληρο το πάχος τού τοίχου2. (για κτίσιμο) αυτός που γίνεται με τον παραπάνω τρόπο3. (για τοίχο) αυτός που είναι κτισμένος με τον τρόπο αυτό4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μπατικάειδικές εγκαταστάσεις ιχθυοτροφείων στην ανοιχτή θάλασσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβατικός < ἐμβατός < ἐμβαίνω (βλ. λ. μπαίνω)].
Dictionary of Greek. 2013.